τραπεζοποιος

τραπεζοποιος
    τραπεζοποιός
    τρᾰπεζο-ποιός
    ὅ накрывающий на стол раб Sext.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τραπεζοποιος" в других словарях:

  • τραπεζοποιός — a slave who set out the table masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζοποιός — ὁ, ΜΑ τραπεζοκόμος μσν. (στο Βυζ.) αυτός που ήταν επιφορτισμένος με την φροντίδα τών βασιλικών γευμάτων, ο δομέστικος τού βασιλικού τραπεζιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • τραπεζοποιοί — τραπεζοποιός a slave who set out the table masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζοποιούς — τραπεζοποιός a slave who set out the table masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζοποιῷ — τραπεζοποιός a slave who set out the table masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζοποιόν — τραπεζοποιός a slave who set out the table masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζοποιΐα — ἡ, Α [τραπεζοποιός] κατασκευή τραπεζών …   Dictionary of Greek

  • τραπεζοποιώ — έω, Α [τραπεζοποιός] παραθέτω τραπέζι με εδέσματα …   Dictionary of Greek

  • ՍԵՂԱՆԱԿԱԶՄ — (ի, ից.) NBH 2 0705 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 13c ա.գ. τραπεζοποιός structor mensarum. Սպասաւոր՝ որ կազմ պատրաստէ զսեղան. *Հանգո զքո խոհարարն, տուր դատարկութիւն սեղանակազմին, դադարեցո եւ զձեռն մատռուակին. Բրս. պհ. ՟Ա: ՍԵՂԱՆԱԿԱԶՄ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»